αγράμματος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγράμματος < αρχαία ελληνική ἀγράμματος < α στερητικό + γράμμα
Επίθετο
επεξεργασίααγράμματος
- που δεν έχει διδαχτεί επαρκώς την ανάγνωση και τη γραφή
- ※ Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο λόγος στην Πνύκα που εκφώνησε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών»)
- που δεν έχει επαρκή παιδεία, συνολικά ή σε κάποιον τομέα
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγράμματος
|