↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγράμματος η αγράμματη το αγράμματο
      γενική του αγράμματου της αγράμματης του αγράμματου
    αιτιατική τον αγράμματο την αγράμματη το αγράμματο
     κλητική αγράμματε αγράμματη αγράμματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγράμματοι οι αγράμματες τα αγράμματα
      γενική των αγράμματων των αγράμματων των αγράμματων
    αιτιατική τους αγράμματους τις αγράμματες τα αγράμματα
     κλητική αγράμματοι αγράμματες αγράμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγράμματος < αρχαία ελληνική ἀγράμματος < α στερητικό + γράμμα

  Επίθετο

επεξεργασία

αγράμματος

  1. που δεν έχει διδαχτεί επαρκώς την ανάγνωση και τη γραφή
    ※  Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο λόγος στην Πνύκα που εκφώνησε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών»)
  2. που δεν έχει επαρκή παιδεία, συνολικά ή σε κάποιον τομέα

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία