Δείτε επίσης: ἐγγράμματος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγράμματος η εγγράμματη το εγγράμματο
      γενική του εγγράμματου της εγγράμματης του εγγράμματου
    αιτιατική τον εγγράμματο την εγγράμματη το εγγράμματο
     κλητική εγγράμματε εγγράμματη εγγράμματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγράμματοι οι εγγράμματες τα εγγράμματα
      γενική των εγγράμματων των εγγράμματων των εγγράμματων
    αιτιατική τους εγγράμματους τις εγγράμματες τα εγγράμματα
     κλητική εγγράμματοι εγγράμματες εγγράμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγράμματος < (ελληνιστική κοινή) ἐγγράμματος

  Επίθετο επεξεργασία

εγγράμματος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που γνωρίζει ανάγνωση και γραφή
     αντώνυμα: αγράμματος, αναλφάβητος
  2. (για πρόσωπο) μορφωμένος
     συνώνυμα: γραμματιζούμενος, σπουδαγμένος
     αντώνυμα: αγράμματος, αμόρφωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία