γραμματιζούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραμματιζούμενος < (ελληνιστική κοινή) γραμματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαγραμματιζούμενος, -η, -ο
- ο μορφωμένος, ο γραμματισμένος (με ελαφρώς ειρωνική απόχρωση κάποτε)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γραμματιζούμενος
|