Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμματίζω < γράμμα

  Ρήμα επεξεργασία

γραμματίζω

  1. διδάσκω τα γράμματα, τη γραφή, την ανάγνωση, ίσως και γενικά διδάσκω
  2. είμαι γραμματέας ή γραμματικός (γράφω τα πρακτικά, κρατώ αρχεία)