Ετυμολογία

επεξεργασία
γραμματίζω < γράμμα

γραμματίζω

  1. διδάσκω τα γράμματα, τη γραφή, την ανάγνωση, ίσως και γενικά διδάσκω
  2. είμαι γραμματέας ή γραμματικός (γράφω τα πρακτικά, κρατώ αρχεία)