ομόνοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομόνοια | ||
γενική | της | ομόνοιας & ομονοίας | ||
αιτιατική | την | ομόνοια | ||
κλητική | ομόνοια | |||
Η λόγια γενική ενικού, όπως στην «πλατεία Ομονοίας». | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόνοια < αρχαία ελληνική ὁμόνοια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομόνοια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ταυτότητα αντιλήψεων και η αίσθηση της ενότητας που προκύπτει από αυτήν
- ειρηνική-φιλική συνύπαρξη στο πλαίσιο κοινών αρχών, συναινετική συνύπαρξη
- ※ Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο λόγος στην Πνύκα που εκφώνησε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών»)