μονοιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοιάζω < μεσαιωνική ελληνική μονοιάζω < ὁμονοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμόνοια < ὁμοῦ + νόος / νοῦς
Ρήμα
επεξεργασίαμονοιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αμόνοιαστα
- αμόνοιαστος
- μόνοιασμα
- μονοιασμένα
- μονοιασμένος
- → δείτε τις λέξεις ομόνοια, ομού και νους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονοιάζω | μόνοιαζα | θα μονοιάζω | να μονοιάζω | μονοιάζοντας | |
β' ενικ. | μονοιάζεις | μόνοιαζες | θα μονοιάζεις | να μονοιάζεις | μόνοιαζε | |
γ' ενικ. | μονοιάζει | μόνοιαζε | θα μονοιάζει | να μονοιάζει | ||
α' πληθ. | μονοιάζουμε | μονοιάζαμε | θα μονοιάζουμε | να μονοιάζουμε | ||
β' πληθ. | μονοιάζετε | μονοιάζατε | θα μονοιάζετε | να μονοιάζετε | μονοιάζετε | |
γ' πληθ. | μονοιάζουν(ε) | μόνοιαζαν μονοιάζαν(ε) |
θα μονοιάζουν(ε) | να μονοιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόνοιασα | θα μονοιάσω | να μονοιάσω | μονοιάσει | ||
β' ενικ. | μόνοιασες | θα μονοιάσεις | να μονοιάσεις | μόνοιασε | ||
γ' ενικ. | μόνοιασε | θα μονοιάσει | να μονοιάσει | |||
α' πληθ. | μονοιάσαμε | θα μονοιάσουμε | να μονοιάσουμε | |||
β' πληθ. | μονοιάσατε | θα μονοιάσετε | να μονοιάσετε | μονοιάστε | ||
γ' πληθ. | μόνοιασαν μονοιάσαν(ε) |
θα μονοιάσουν(ε) | να μονοιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονοιάσει | είχα μονοιάσει | θα έχω μονοιάσει | να έχω μονοιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονοιάσει | είχες μονοιάσει | θα έχεις μονοιάσει | να έχεις μονοιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονοιάσει | είχε μονοιάσει | θα έχει μονοιάσει | να έχει μονοιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονοιάσει | είχαμε μονοιάσει | θα έχουμε μονοιάσει | να έχουμε μονοιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονοιάσει | είχατε μονοιάσει | θα έχετε μονοιάσει | να έχετε μονοιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονοιάσει | είχαν μονοιάσει | θα έχουν μονοιάσει | να έχουν μονοιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοιάζω