μονοιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μονοιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαμονοιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μονοιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοιασμένος
|
μονοιασμένος, -η, -ο
|