Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μόνοιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μόνοιασμα
τα
μονοιάσμα
τ
α
γενική
του
μονοιάσμα
τ
ος
των
μονοιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
μόνοιασμα
τα
μονοιάσμα
τ
α
κλητική
μόνοιασμα
μονοιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μόνοιασμα
<
μονοιάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μόνοιασμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
μονοιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μόνοιασμα
γαλλικά
:
réconciliation
(fr)