φιλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφιλιώνω
- γίνομαι ξανά φίλος με κάποιον, συμφιλιώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλιώνω | φίλιωνα | θα φιλιώνω | να φιλιώνω | φιλιώνοντας | |
β' ενικ. | φιλιώνεις | φίλιωνες | θα φιλιώνεις | να φιλιώνεις | φίλιωνε | |
γ' ενικ. | φιλιώνει | φίλιωνε | θα φιλιώνει | να φιλιώνει | ||
α' πληθ. | φιλιώνουμε | φιλιώναμε | θα φιλιώνουμε | να φιλιώνουμε | ||
β' πληθ. | φιλιώνετε | φιλιώνατε | θα φιλιώνετε | να φιλιώνετε | φιλιώνετε | |
γ' πληθ. | φιλιώνουν(ε) | φίλιωναν φιλιώναν(ε) |
θα φιλιώνουν(ε) | να φιλιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φίλιωσα | θα φιλιώσω | να φιλιώσω | φιλιώσει | ||
β' ενικ. | φίλιωσες | θα φιλιώσεις | να φιλιώσεις | φίλιωσε | ||
γ' ενικ. | φίλιωσε | θα φιλιώσει | να φιλιώσει | |||
α' πληθ. | φιλιώσαμε | θα φιλιώσουμε | να φιλιώσουμε | |||
β' πληθ. | φιλιώσατε | θα φιλιώσετε | να φιλιώσετε | φιλιώστε | ||
γ' πληθ. | φίλιωσαν φιλιώσαν(ε) |
θα φιλιώσουν(ε) | να φιλιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιλιώσει | είχα φιλιώσει | θα έχω φιλιώσει | να έχω φιλιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιλιώσει | είχες φιλιώσει | θα έχεις φιλιώσει | να έχεις φιλιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιλιώσει | είχε φιλιώσει | θα έχει φιλιώσει | να έχει φιλιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλιώσει | είχαμε φιλιώσει | θα έχουμε φιλιώσει | να έχουμε φιλιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιλιώσει | είχατε φιλιώσει | θα έχετε φιλιώσει | να έχετε φιλιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλιώσει | είχαν φιλιώσει | θα έχουν φιλιώσει | να έχουν φιλιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλιώνω
|