φίλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίλημα | τα | φιλήματα |
γενική | του | φιλήματος | των | φιλημάτων |
αιτιατική | το | φίλημα | τα | φιλήματα |
κλητική | φίλημα | φιλήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φίλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φίλημα[1] και φίλαμα < φιλέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfi.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φί‐λη‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φίλημα ουδέτερο
- το φιλί
Μεταφράσεις επεξεργασία
φίλημα
→ δείτε τη λέξη φιλί |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φίλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας