άφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφιλος | η | άφιλη | το | άφιλο |
γενική | του | άφιλου | της | άφιλης | του | άφιλου |
αιτιατική | τον | άφιλο | την | άφιλη | το | άφιλο |
κλητική | άφιλε | άφιλη | άφιλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφιλοι | οι | άφιλες | τα | άφιλα |
γενική | των | άφιλων | των | άφιλων | των | άφιλων |
αιτιατική | τους | άφιλους | τις | άφιλες | τα | άφιλα |
κλητική | άφιλοι | άφιλες | άφιλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφιλος < αρχαία ελληνική ἄφιλος
Επίθετο
επεξεργασίαάφιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άφιλος
|