άφυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφυλος | η | άφυλη | το | άφυλο |
γενική | του | άφυλου | της | άφυλης | του | άφυλου |
αιτιατική | τον | άφυλο | την | άφυλη | το | άφυλο |
κλητική | άφυλε | άφυλη | άφυλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφυλοι | οι | άφυλες | τα | άφυλα |
γενική | των | άφυλων | των | άφυλων | των | άφυλων |
αιτιατική | τους | άφυλους | τις | άφυλες | τα | άφυλα |
κλητική | άφυλοι | άφυλες | άφυλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφυλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄφυλος < (ελληνιστική κοινή) ἄφυλος < < αρχαία ελληνική ἄ- στερητικό φῦλον < φύω
Επίθετο
επεξεργασίαάφυλος, -η, -ο
- που δεν έχει φύλο ή δεν έχει αναπαραγωγικά όργανα ή που το είδος του εμφανίζει (και άρα αναπαράγεται από) ένα φύλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)