Δείτε επίσης: μονοιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονιάζω < μονιά + -ζω

μονιάζω

  1. (παρα)μένω στη φωλιά
  2. (κατ’ επέκταση) παραμονεύω
  3. (κατ’ επέκταση) κατοικώ, μένω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία