μονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμονιάζω
- (παρα)μένω στη φωλιά
- (κατ’ επέκταση) παραμονεύω
- (κατ’ επέκταση) κατοικώ, μένω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονιάζω | μόνιαζα | θα μονιάζω | να μονιάζω | μονιάζοντας | |
β' ενικ. | μονιάζεις | μόνιαζες | θα μονιάζεις | να μονιάζεις | μόνιαζε | |
γ' ενικ. | μονιάζει | μόνιαζε | θα μονιάζει | να μονιάζει | ||
α' πληθ. | μονιάζουμε | μονιάζαμε | θα μονιάζουμε | να μονιάζουμε | ||
β' πληθ. | μονιάζετε | μονιάζατε | θα μονιάζετε | να μονιάζετε | μονιάζετε | |
γ' πληθ. | μονιάζουν(ε) | μόνιαζαν μονιάζαν(ε) |
θα μονιάζουν(ε) | να μονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόνιασα | θα μονιάσω | να μονιάσω | μονιάσει | ||
β' ενικ. | μόνιασες | θα μονιάσεις | να μονιάσεις | μόνιασε | ||
γ' ενικ. | μόνιασε | θα μονιάσει | να μονιάσει | |||
α' πληθ. | μονιάσαμε | θα μονιάσουμε | να μονιάσουμε | |||
β' πληθ. | μονιάσατε | θα μονιάσετε | να μονιάσετε | μονιάστε | ||
γ' πληθ. | μόνιασαν μονιάσαν(ε) |
θα μονιάσουν(ε) | να μονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονιάσει | είχα μονιάσει | θα έχω μονιάσει | να έχω μονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονιάσει | είχες μονιάσει | θα έχεις μονιάσει | να έχεις μονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονιάσει | είχε μονιάσει | θα έχει μονιάσει | να έχει μονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονιάσει | είχαμε μονιάσει | θα έχουμε μονιάσει | να έχουμε μονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονιάσει | είχατε μονιάσει | θα έχετε μονιάσει | να έχετε μονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονιάσει | είχαν μονιάσει | θα έχουν μονιάσει | να έχουν μονιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονιάζω
|