μονιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονιά | οι | μονιές |
γενική | της | μονιάς | των | μονιών |
αιτιατική | τη | μονιά | τις | μονιές |
κλητική | μονιά | μονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονιά < αρχαία ελληνική μονία < μένω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) φωλιά αγριμιού ή το καταφύγιό του