μονιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονιάς | οι | μονιάδες |
γενική | του | μονιά | των | μονιάδων |
αιτιατική | τον | μονιά | τους | μονιάδες |
κλητική | μονιά | μονιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονιάς < ελληνιστική κοινή μονίας < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονιάς αρσενικό
- (ιδιωματικό) λύκος που ενεδρεύει και αρπάζει ζώα από κοπάδια
- (ιδιωματικό) το πρωτότοκο λυκόπουλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονιάς
|