Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lair (en)

  1. φωλιά άγριου ζώου (πχ σπηλιά ή τρύπα στο έδαφος)
  2. (μεταφορικά) κρησφύγετο, λημέρι