αμόνοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμόνοιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει μονοιάσει,που δεν έχει συμφιλιωθεί(με κάποιον) ή και που γενικά "δεν κάνει χωριό" με κανέναν, δεν "τα βρίσκει" με κανέναν, ο μονήρης και ο φίλερις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμόνοιαστος
|