↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγχώρηση οι συγχωρήσεις
      γενική της συγχώρησης* των συγχωρήσεων
    αιτιατική τη συγχώρηση τις συγχωρήσεις
     κλητική συγχώρηση συγχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχώρηση < ελληνιστική κοινή συγχώρησις < αρχαία ελληνική συγχωρέω / συγχωρῶ < σύν + χωρέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγχώρηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγχωρώ
    ※  Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο λόγος στην Πνύκα που εκφώνησε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών»)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία