Δείτε επίσης: ἐξιλασμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξιλασμός οι εξιλασμοί
      γενική του εξιλασμού των εξιλασμών
    αιτιατική τον εξιλασμό τους εξιλασμούς
     κλητική εξιλασμέ εξιλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξιλασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξιλασμός < αρχαία ελληνική ἐξιλάσκομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + ιλασμός. → δείτε τη λέξη ιλαρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.laˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξι‐λα‐σμός
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ι‐λα‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξιλασμός αρσενικό

  1. η συγκράτηση της οργής κάποιου και συνακόλουθη καταπράυνσή του
     συνώνυμα: εξευμενισμός
  2. η απόσπαση συγγνώμη]ς με την άμβλυνση του θυμού κάποιου
     συνώνυμα: συγχώρεση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ιλαρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία