Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιλεώνω < αρχαία ελληνική ἐξιλεῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εξιλεώνω, παθητικό: εξιλεώνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία