εξιλέωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξιλέωση | οι | εξιλεώσεις |
γενική | της | εξιλέωσης* | των | εξιλεώσεων |
αιτιατική | την | εξιλέωση | τις | εξιλεώσεις |
κλητική | εξιλέωση | εξιλεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξιλεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξιλέωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξιλέω(σις) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksiˈle.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξι‐λέ‐ω‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ι‐λέ‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξιλέωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξιλεώνω