Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξιλεώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιλεώνω
  2. θα εξιλεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιλεώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξιλεώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιλέωση