εξιλεώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξιλεώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιλεώνω
- θα εξιλεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιλεώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξιλεώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιλέωση