Δείτε επίσης: εξιλασμός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξιλασμός οἱ ἐξιλασμοί
      γενική τοῦ ἐξιλασμοῦ τῶν ἐξιλασμῶν
      δοτική τῷ ἐξιλασμ τοῖς ἐξιλασμοῖς
    αιτιατική τὸν ἐξιλασμόν τοὺς ἐξιλασμούς
     κλητική ! ἐξιλασμέ ἐξιλασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξιλασμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἐξιλασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξιλασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐξιλάσκομαι < ἐξ- + ἱλάσκομαι → δείτε τη λέξη ἵλαος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐξιλασμός, -ού αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἐξιλάσκομαι, ἱλάσκομαι και ἵλαος

  Πηγές επεξεργασία