ἱλάσκομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἱλάσκομαι < αρχαία ελληνική ἵλαος, ἵλεως ("ευμενής"). Ρίζα σλα > σι-σλα (με αναδιπλασιασμό) > ἱ-λλα < ἱλα + πρόσφυμα -σκ-
Ρήμα
επεξεργασίαἱλάσκομαι [ ῑ , ᾰ] (αποθετικό ρήμα) παρατατικός: ἱλασκόμην, μέσος μέλλων: ἱλάσομαι, παθητικός μέλλων: ἱλασθήσομαι, μέσος αόριστος: ἱλασάμην, παθητικός αόριστος: ἱλάσθην
- (στον Όμηρο) + αιτιατική: εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω τους θεούς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.)
- ⮡ θεὸν ἱλάσκεσθαι: κερδίζω την εύνοια του θεού (1 (Α), στίχ. 336 )
- ⮡ μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο: με άσματα τον θεό εξιλέωναν (1 (Α), στίχ. 473 , Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr)
- ⮡ ὄφρ᾽ ἥμιν ἑκάεργον ἱλάσσεαι ἱερὰ ῥέξας (1 (Α), στίχ. 147 )
- ώστε για εμάς τον Εκάεργο (Απόλλωνα) να εξευμενίσεις κάνοντας ιερές θυσίες
- Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- ώστε για εμάς τον Εκάεργο (Απόλλωνα) να εξευμενίσεις κάνοντας ιερές θυσίες
- (και για ανθρώπους), εξευμενίζω, τιμώ, μετά θάνατον
- ※ 5ος αιώνας κε ⌘ Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 5. Τερψιχόρη, 47.2 ( @greek-language.gr)
- ἐπὶ γὰρ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἡρώιον ἱδρυσάμενοι θυσίῃσι αὐτὸν ἱλάσκονται
- πάνω στον τάφο του ναό έχτισαν και με θυσίες τον λατρεύουν (σαν ημίθεο)
- (ελληνιστική σημασία , στην Καινή Διαθήκη) εξιλεώνω
- ⮡ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- επικός μέλλων: ἱλάσσομαι
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία1η συζυγία - μεσοπαθητικός ενεστώτας (αποθετικό ρήμα) | ||||
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
ἐγὼ | ἱλάσκομαι | ἱλάσκωμαι | ἱλασκοίμην | — |
σὺ | ἱλάσκῃ / ἱλάσκει | ἱλάσκῃ | ἱλάσκοιο | ἱλάσκου |
οὖτος | ἱλάσκεται | ἱλάσκηται | ἱλάσκοιτο | ἱλασκέσθω |
ἡμεῖς | ἱλασκόμεθα | ἱλασκώμεθα | ἱλασκοίμεθα | — |
ὑμεῖς | ἱλάσκεσθε | ἱλάσκησθε | ἱλάσκοισθε | ἱλάσκεσθε |
οὗτοι | ἱλάσκονται | ἱλάσκωνται | ἱλάσκοιντο | ἱλασκέσθων / ἱλασκέσθωσαν |
2o δυϊκός | ἱλάσκεσθον | ἱλάσκησθον | ἱλάσκοισθον | ἱλάσκεσθον |
3o δυϊκός | ἱλάσκεσθον | ἱλάσκησθον | ἱλασκοίσθην | ἱλασκέσθων |
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
ἱλάσκεσθαι | ἱλασκόμενος | ἱλασκομένη | ἱλασκόμενον |
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὗτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι |
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
---|---|---|---|---|
ἐγώ | ||||
σύ | ||||
οὖτος | ||||
ἡμεῖς | ||||
ὑμεῖς | ||||
οὗτοι | ||||
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
Αναφορές
επεξεργασία- ἱλάσκομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱλάσκομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.