ἵλεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
[ῑ] ἱλεω- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἵλεως | τὸ | ἵλεων | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἵλεω | τοῦ | ἵλεω | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἵλεῳ | τῷ | ἵλεῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἵλεων | τὸ | ἵλεων | ||
κλητική ὦ! | ἵλεως | ἵλεων | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἵλεῳ | τὰ | ἵλεα | ||
γενική | τῶν | ἵλεων | τῶν | ἵλεων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἵλεῳς | τοῖς | ἵλεῳς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἵλεως | τὰ | ἵλεα | ||
κλητική ὦ! | ἵλεῳ | ἵλεα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἵλεω | τὼ | ἵλεω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἵλεῳν | τοῖν | ἵλεῳν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἵλεως < αττικός τύπος του ἵλαος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *selh₂- (ἵλεως)
Επίθετο
επεξεργασίαἵλεως, -ως, -ων (χωρίς παραθετικά)
- αττικός τύπος του ἵλαος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 566e
- καὶ γῆν διένειμε δήμῳ τε καὶ τοῖς περὶ ἑαυτὸν καὶ πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾷος εἶναι προσποιεῖται;
- δεν μοιράζει γαίες στον δήμο και στους ανθρώπους του και γενικά δεν υποκρίνεται προς όλους τον πράο και τον ήμερο;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- καὶ γῆν διένειμε δήμῳ τε καὶ τοῖς περὶ ἑαυτὸν καὶ πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾷος εἶναι προσποιεῖται;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 206d
- ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ·
- γίνεται ευδιάθετο και, νιώθοντας αγαλλίαση, διαχυτικό, τεκνοποιεί και γεννά·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 197d {{Q|grc|Pl|Smp|p=16|hi=|1585512
- ἵλεως ἀγαθός· - σπλαχνικός, με αγαθότητα·
- ΣτΕ: Γίνεται απαρίθμηση των χαρακτηριστικών του Έρωτα.
- ἵλεως ἀγαθός· - σπλαχνικός, με αγαθότητα·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 566e
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα με ἱλεω-
- ἀνίλεως
- ἐξιλέω & παράγωγα όπως ἐξιλέωσις
- ἱλεόω & παράγωγα όπως ἱλέωσις
- ἱλέως (επίρρημα)
- ἱλέωσις
- ἱλεωτήριον
- ἱλεωτικός
- Δε σχετίζεαι ο ἰλεός.
→ δείτε και τη λέξη ἵλαος για λέξεις με ἱλαο-
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἵλαος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵλαος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.