Δείτε επίσης: εἰλεός, ἵλεως
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ειλεός οι ειλεοί
      γενική του ειλεού των ειλεών
    αιτιατική τον ειλεό τους ειλεούς
     κλητική ειλεέ ειλεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ειλεός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰλεός < εἰλέω < εἴλω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.leˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐λε‐ός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ειλεός αρσενικό

  1. (ανατομία) το τελευταίο και μεγαλύτερο σε μήκος τμήμα του λεπτού εντέρου
  2. (ιατρική) η αδυναμία προώθησης του περιεχομένου του εντέρου λόγω απόφραξης ή παράλυσης του εντέρου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία