εἰλεός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | εἰλεός | εἰλεώ | εἰλεοί |
Γενική | εἰλεοῦ | εἰλεοῖν | εἰλεῶν |
Δοτική | εἰλεῷ | εἰλεοῖν | εἰλεοῖς |
Αιτιατική | εἰλεόν | εἰλεώ | εἰλεούς |
Κλητική | εἰλεέ | εἰλεώ | εἰλεοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εἰλεός αρσενικό