Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Eintracht
γενική der Eintracht
δοτική der Eintracht
αιτιατική die Eintracht

  Ετυμολογία επεξεργασία

Eintracht < μέση άνω γερμανική eintraht < μέση κάτω γερμανική ēndraht (αναλύεται σε ein- + tragen)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɪ̯nˌtʁaxt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Eintracht (de) θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Eintracht στη γερμανική Βικιπαίδεια