illettré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illettré | illettrés |
θηλυκό | illettrée | illettrées |
illettré (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illettré | illettrés |
θηλυκό | illettrée | illettrées |
illettré (fr) αρσενικό