↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραβόξυλο τα στραβόξυλα
      γενική του στραβόξυλου των στραβόξυλων
    αιτιατική το στραβόξυλο τα στραβόξυλα
     κλητική στραβόξυλο στραβόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραβόξυλο < στραβός + -ο- + ξύλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στραβόξυλο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) στραβό ξύλο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για πολύ δύστροπο άτομο
  3. (ναυπηγικός όρος) μεγάλο κυρτό ξύλο που χρησιμοποιείται στον σκελετό πλοίου, νομέας ξύλινου σκάφους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία