ψηλομύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψηλομύτης | η | ψηλομύτα | το | ψηλομύτικο |
γενική | του | ψηλομύτη | της | ψηλομύτας | του | ψηλομύτικου |
αιτιατική | τον | ψηλομύτη | την | ψηλομύτα | το | ψηλομύτικο |
κλητική | ψηλομύτη | ψηλομύτα | ψηλομύτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψηλομύτηδες | οι | ψηλομύτες | τα | ψηλομύτικα |
γενική | των | ψηλομύτηδων | — | των | ψηλομύτικων | |
αιτιατική | τους | ψηλομύτηδες | τις | ψηλομύτες | τα | ψηλομύτικα |
κλητική | ψηλομύτηδες | ψηλομύτες | ψηλομύτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψηλομύτης - α - ικο
- αυτός που περιφρονεί τους άλλους, που τους «κοιτάζει από ψηλά»