Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pointe pointes

pointe (fr) θηλυκό

  1. η αιχμή, η μύτη
  2. το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση