ψηλομύτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηλομύτα | οι | ψηλομύτες |
γενική | της | ψηλομύτας | — | |
αιτιατική | την | ψηλομύτα | τις | ψηλομύτες |
κλητική | ψηλομύτα | ψηλομύτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψηλομύτα θηλυκό