γλήνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλήνι < ινδοευρ. ρ. *glai- = λάμπω / αρχαία ελληνική γλῆνος→ λείος, ολισθηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλήνι ουδέτερο
- ψάρι των γλυκών υδάτων, βλεννώδες, στιλπνό και γλιστερό στην αφή, γνωστό στη ιχθυολογία ως tinca tinca μοναδικό του γένους tinca κοινώς «λευκίσκος»
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλήνι
|