Δείτε επίσης: γλήνη
γλήνια σε ενυδρείο.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλήνι < ινδοευρ. ρ. *glai- = λάμπω / αρχαία ελληνική γλῆνοςλείος, ολισθηρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλήνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία