Δείτε επίσης: γληνός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλῆνος < πιθανόν γλήνη

  Επίθετο επεξεργασία

γλῆνος θηλυκό -ια ουδέτερο -ον

βλεννώδης, αποχρεμπτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλῆνος αρσενικό βλέννα

κυρίως στο πληθ. γλήνεα: πραγματα λαμπρά, θαυμαστά, αξιοθέατα