γληνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γληνός | η | γληνή | το | γληνό |
γενική | του | γληνού | της | γληνής | του | γληνού |
αιτιατική | τον | γληνό | τη | γληνή | το | γληνό |
κλητική | γληνέ | γληνή | γληνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γληνοί | οι | γληνές | τα | γληνά |
γενική | των | γληνών | των | γληνών | των | γληνών |
αιτιατική | τους | γληνούς | τις | γληνές | τα | γληνά |
κλητική | γληνοί | γληνές | γληνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γληνός < αρχαία ελληνική γλήνη
Επίθετο
επεξεργασίαγληνός, -ή, ό
- αυτός που λάμπει, στιλπνός, γυαλιστερός, λείος, τρυφερός