Ετυμολογία

επεξεργασία
mucosité < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mucosité mucosités

mucosité (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία