αδενίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδενίτιδα < (λόγιο δάνειο) γαλλική adénite < αδεν-(ας) + -ίτιδα [1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1888 [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ðeˈni.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δε‐νί‐τι‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδενίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδενίτιδα
επεξεργασία
- ↑ αδενίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.