Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ghiandola < λατινική glandŭla, υποκοριστικό του glans

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ghiandola ghiandole

ghiandola (it)