Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδενοειδής η αδενοειδής το αδενοειδές
      γενική του αδενοειδούς* της αδενοειδούς του αδενοειδούς
    αιτιατική τον αδενοειδή την αδενοειδή το αδενοειδές
     κλητική αδενοειδή(ς) αδενοειδής αδενοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδενοειδείς οι αδενοειδείς τα αδενοειδή
      γενική των αδενοειδών των αδενοειδών των αδενοειδών
    αιτιατική τους αδενοειδείς τις αδενοειδείς τα αδενοειδή
     κλητική αδενοειδείς αδενοειδείς αδενοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδενοειδής < αρχαία ελληνική ἀδενοειδής < ἀδήν + εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

αδενοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία