↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικομαστία οι γυναικομαστίες
      γενική της γυναικομαστίας των γυναικομαστιών
    αιτιατική τη γυναικομαστία τις γυναικομαστίες
     κλητική γυναικομαστία γυναικομαστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικομαστία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gynecomastia / gynaecomastia < αρχαία ελληνική γυναικο- (γυνή) + μαστ(ός) + -ία[1] Δείτε και τo ελληνιστικό γυναικόμασθος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.maˈsti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κο‐μα‐στί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυναικομαστία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία