γυναικομαστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυναικομαστία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gynecomastia / gynaecomastia < αρχαία ελληνική γυναικο- (γυνή) + μαστ(ός) + -ία[1] Δείτε και τo ελληνιστικό γυναικόμασθος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.maˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κο‐μα‐στί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυναικομαστία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γυναικομαστία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γυναικομαστία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας