γυναικο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυναικο- < αρχαία ελληνική γυνή
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαγυναικο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων σχετικών με τη γυναίκα
Συγγενικά
επεξεργασία- γυναικοκρατία
- γυναικολόγος
- γυναικολογικός
- γυναικολογία
- γυναικοπρεπής
- γυναικοφέρνω
- γυναικοφέρσιμο
- γυναικοδουλειά
- γυναικόπαιδα