γυναικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυναικολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gynécologue < αρχαία ελληνική γυναικο- + -λόγος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.koˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυναικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός με ειδίκευση τη γυναικολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυναικολόγος
|