γυναικολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγυναικολογικά < γυναικολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαγυναικολογικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γυναικολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγυναικολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γυναικολογικός