γυναικολόι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυναικολόι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | γυναικολόι | ||
κλητική | γυναικολόι | |||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυναικολόι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γυναικολόι
|