Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικοφέρνω < γυναικο- + -φέρνω

  Ρήμα επεξεργασία

γυναικοφέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία