γυναικόπαιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γυναικόπαιδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυναικόπαιδα < γυναικό- + παιδ(ιά) + -α[1] (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.neˈko.pe.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κό‐παι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικόπαιδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γυναικόπαιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- γυναικόπαιδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].