Ετυμολογία

επεξεργασία
γυναικόπαιδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυναικόπαιδα < γυναικό- + παιδ(ιά) + [1] (παρατακτικό σύνθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.neˈko.pe.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κό‐παι‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. σύνολο από γυναίκες και παιδιά
  2. (σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε πόλεμο) ο άμαχος πληθυσμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα