άμαχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άμαχος < αρχαία ελληνική ἄμαχος < ἀ- στερητικό + μάχομαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άμαχος, -η, -ο
- που δεν πολεμά σε έναν πόλεμο καθώς που δεν ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας
- ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άμαχος αρσενικό
- αυτός που ανήκει στον άμαχο πληθυσμό
- στους σύγχρονους πολέμους οι απώλειες σε αμάχους ξεπερνούν σε αριθμό τους θανάτους των στρατευμένων