↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμαχος η άμαχη το άμαχο
      γενική του άμαχου της άμαχης του άμαχου
    αιτιατική τον άμαχο την άμαχη το άμαχο
     κλητική άμαχε άμαχη άμαχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμαχοι οι άμαχες τα άμαχα
      γενική των άμαχων των άμαχων των άμαχων
    αιτιατική τους άμαχους τις άμαχες τα άμαχα
     κλητική άμαχοι άμαχες άμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άμαχος < αρχαία ελληνική ἄμαχος < ἀ- στερητικό + μάχομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

άμαχος, -η, -ο

  1. που δεν πολεμά σε έναν πόλεμο καθώς που δεν ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας
    ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άμαχος αρσενικό

  • αυτός που ανήκει στον άμαχο πληθυσμό
στους σύγχρονους πολέμους οι απώλειες σε αμάχους ξεπερνούν σε αριθμό τους θανάτους των στρατευμένων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία