μεγαλομαστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλομαστία < μεγαλο- + μαστ(ός) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλομαστία θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλομαστία
|