Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστάρι τα μαστάρια
      γενική του μασταριού των μασταριών
    αιτιατική το μαστάρι τα μαστάρια
     κλητική μαστάρι μαστάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστάρι < (ελληνιστική κοινή) μαστάριον υποκοριστικό του <   μαστός (αρχαία ελληνική)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστάρι ουδέτερο

  1. ο μαστός των ζώων σε αντιδιαστολή προς των ανθρώπων
  2. (μειωτικό) ο άσχημος μαστός γυναικών ή και ανδρών, αυτός που θυμίζει ζώου αν είναι γυναικείος, μεγάλος και πλαδαρός και πεσμένος, ή και μόνον αν υπάρχει όσον αφορά στον άνδρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία