μαστάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαστάρι | τα | μαστάρια |
γενική | του | μασταριού | των | μασταριών |
αιτιατική | το | μαστάρι | τα | μαστάρια |
κλητική | μαστάρι | μαστάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστάρι < (ελληνιστική κοινή) μαστάριον υποκοριστικό του < μαστός (αρχαία ελληνική)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστάρι ουδέτερο
- ο μαστός των ζώων σε αντιδιαστολή προς των ανθρώπων
- (μειωτικό) ο άσχημος μαστός γυναικών ή και ανδρών, αυτός που θυμίζει ζώου αν είναι γυναικείος, μεγάλος και πλαδαρός και πεσμένος, ή και μόνον αν υπάρχει όσον αφορά στον άνδρα